- υψομετρικός
- και υψιμετρικός, -ή, -ό, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υψομετρία ή στο υψόμετρο2. φρ. α) «υψομετρικά όργανα»(τοπογρ.) γενική ονομασία τών οργάνων που χρησιμοποιούνται στην υψομετρία, όπως είναι το βαρόμετρο, ο χωροβάτης, ο θεοδόλιχος κ.άβ) «υψομετρικό βαρόμετρο»(τοπογρ.) το βαροθερμόμετρογ) «υψομετρικό θερμόμετρο»(τοπογρ.) θερμόμετρο ακριβείας χρησιμοποιούμενο στην υψομετρία για τον προσεγγιστικό προσδιορισμό τού υψομέτρου ενός σημείουδ) «υψομετρικές καμπύλες»(τοπογρ.) καμπύλες ενός τοπογραφικού χάρτη οι οποίες συνδέουν σημεία τού εδάφους που έχουν το ίδιο υψόμετροε) «υψομετρική γωνία»(τοπογρ.) γωνία που μετρείται σε κατακόρυφο κύκλο με τη βοήθεια θεοδολίχουστ) «υψομετρική διαφορά» — η διαφορά υψομέτρων δύο σημείων τής επιφάνειας τής Γηςζ) «υψομετρικός κύκλος»(τοπογρ.) κατακόρυφος κύκλος πάνω στον οποίο μετρούνται οι υψομετρικές γωνίεςη) «υψομετρικός χάρτης»(τοπογρ.) τοπογραφικός χάρτης στον οποίο έχει δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στην υψομετρία, ενώ η οριζοντιογραφία του είναι στοιχειώδης.επίρρ...υψομετρικώς και υψομετρικά Ν1. από υψομετρική άποψη2. με την χρησιμοποίηση υψομετρίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < υψομετρία. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως].
Dictionary of Greek. 2013.